Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η απήχηση

  • 1 απήχηση

    [апихиси] ουσ. Θ. отзвук, отголосок, резонанс,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απήχηση

  • 2 отклик

    отклик м 1) (ответ) η ανταπόκριση, η απάντηση· η γνώμη (отзыв ) 2) прям., лерен. (резонанс) η απήχηση, η αντήχηση· получить широкий \отклик έχω (βρίσκω) πλατιά απήχηση* \отклики в печати η απήχηση στον τύπο
    * * *
    м
    1) ( ответ) η ανταπόκριση, η απάντηση; η γνώμη ( отзыв)
    2) прям., перен. ( резонанс) η απήχηση, η αντήχηση

    получи́ть широ́кий о́тклик — έχω (βρίσκω) πλατιά απήχηση

    о́тклики в печа́ти — η απήχηση στον τύπο

    Русско-греческий словарь > отклик

  • 3 отклик

    α.
    1. απάντηση, απόκριση•

    кто там? никакого -а ποιος ειν εκεί; καμιά απάντηση.

    || κρίση• απόφαση. || απήχηση, αντίλαλος, ηχώ, αχός.
    2. μτφ. εντύπωση• αντίκτυπος•

    благоприятный отклик ευνοϊκή απήχηση.

    || πλθ. отклики
    -ов μτφ. απήχηση•

    -и на статью απήχηση του άρθρου•

    -и в печати απήχηση στον τύπο.

    Большой русско-греческий словарь > отклик

  • 4 отклик

    отклик
    м
    1. (ответ) ἡ ἀπάντηση [-ις], ἡ ἀπόκρηση·
    2. (отзвук, эхо) ἡ ἀντήχηση [-ις], ὁ ἀντίλαλος·
    3. перен (сочувствие) ἡ ἀπήχηση [-ις]·
    4. (отзыв в печати и т. ἡ.) ὁ ἀντίκτυπος, ἡ ἀπήχηση [-ις]; э́то событие нашло широкий \отклик τό γεγονός αὐτό είχε πλατειά ἀπήχηση.

    Русско-новогреческий словарь > отклик

  • 5 отголосок

    отголосок м η απήχηση
    * * *
    м
    η απήχηση

    Русско-греческий словарь > отголосок

  • 6 отражение

    отражение с η απεικόνιση· η αντανάκλαση (света)· η απήχηση (звука )9 η απόκρουση (удара)
    * * *
    с
    η απεικόνιση; η αντανάκλαση ( света); η απήχηση ( звука); η απόκρουση ( удара)

    Русско-греческий словарь > отражение

  • 7 отражение

    ουδ.
    1. απόκρουση, απώθηση•, отражение нападения απόκρουση επίθεσης. || αντίκρουση•

    отражение обвинения αντίκρουση των κατηγοριών.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) αντανάκλαση, (αντι)κατοπτρισμός αντίχηση• απήχηση•

    отражение св-та αντανάκλαση του φωτός•

    отражение звука απήχηση, αντίχηση.

    3. απεικόνιση•

    отражение жизни απεικόνισητης ζωής.

    4. (φιλοσ.) αντανάκλαση•

    теория -я θεωρία της αντανάκλασης.

    5. επίδραση.

    Большой русско-греческий словарь > отражение

  • 8 отскочить

    -очу, -очишь
    ρ.σ.
    1. αναπηδώ, τινάζομαι, (ξε)πετάγομαι•

    отскочить назад πετάγομαι πίσω•

    отскочить в сторону πετάγομαι στην άκρη (στο πλάι)•

    мяч -ил от стены το τόπι χτυπώντας στον τοίχο, τινάχτηκε πίσω.

    2. αποχωρίζομαι, αποσπώμαι απότομα•

    пуговица -ла το κουμπί κόπηκε απότομα.

    3. συναντώ άρνηση, δε βρίσκω απήχηση•

    все благоразумные доводы от него -ли όλα τα λογικά επιχειρήματα δε βρήκαν καμιά απήχηση σ αυτόν.

    Большой русско-греческий словарь > отскочить

  • 9 отражение

    1. (света и т.п) η (αντανάκλαση, о κατοπτρισμός 2. (отталкивание) η απώθηση, η άπωση 3. (отображение) η αποτύπωση, η απεικόνιση 4. (удара) η απόκρουση 5. (звука) η απήχηση, η αντήχηση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отражение

  • 10 резонанс

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > резонанс

  • 11 горячий

    горяч||ий
    прил
    1. ζεστός, θερμός/ κοφτός, καυτερός (очень горячий):
    \горячий источник ἡ θερμή πηγή· \горячийее солнце ὁ καυτερός ήλιος·
    2. перен φλογερός, διακαής, διάπυρος, θερμός, ἐνθερμος (пламенный)! σφοδρός, περιπαθής (пылкий)! εὐέξαπτος, ἀψύς, θερμόαιμος (легко возбуждающийся):
    \горячий привет θερμός χαιρετισμός· · отклик ἡ ζωηρή ἀπήχηση· \горячийая голова разг ὁ θερμόαιμος· \горячийее желание ὁ διακαής πόθος· \горячий прием ἡ θερμή ὑποδοχἤ \горячий спор ἡ ζωηρή συζήτηση· \горячийая лошадь τό ἀτίθασο ἄλογο (άτι)· ◊ \горячийее время, \горячийая пора ἐποχή φούριας· по \горячийим следам πάνω στά νωπά Ιχνη· под ·\горячийую ру́ку πάνω στό θυμό, πάνω στήν ἔξαψη.

    Русско-новогреческий словарь > горячий

  • 12 отзвук

    отзвук
    м
    1. ἡ ήχώ, ἡ ἀντήχηση·
    2. черен. ἡ ἀπήχηση.

    Русско-новогреческий словарь > отзвук

  • 13 резонанс

    резонанс
    м прям., перен ἡ ἀντήχηση[-ις1, ἡ ἀπήχηση [-ις], ὁ ἀντίκτυπος.

    Русско-новогреческий словарь > резонанс

  • 14 реминисценция

    реминисценция
    ж ἡ μακρινή ἀνάμνηση, ἡ ἀναθύμηση, ἡ ἀπήχηση.

    Русско-новогреческий словарь > реминисценция

  • 15 звучание

    [ζβουτσάνιιε] ουσ. ο. απήχηση

    Русско-греческий новый словарь > звучание

  • 16 звучание

    [ζβουτσάνιιε] ουσ ο απήχηση

    Русско-эллинский словарь > звучание

  • 17 неразделённый

    επ.
    1. αδιαίρετος• αμέριστος.
    2. μτφ. μη συμμεριζόμενος, μη ανταποκρινόμενος, μη βρίσκοντας απήχηση.

    Большой русско-греческий словарь > неразделённый

  • 18 ответ

    α.
    1. απάντηση• απόκριση•

    положительный ответ θετική απάντηση•

    отрицательный ответ αρνητική απάντηση•

    -ы на.вопросы απαντήσεις σε ερωτήματα•

    меткий ответ εύστοχη (πετυχημένη) απάντηση•

    ответ на письмо απάντηση σε επιστολή•

    дай ответ απάντησε•

    остроумный ответ έξυπνη απάντηση•

    каков вопрос, таков и ответ τέτοια η ερώτηση, τέτοια και η απάντηση.

    2. απήχηση, ανταπόκριση (για αισθήματα).
    3. (μαθ.) λύση•

    правильный ответ σωστή λύση.

    4. λογοδοσία, λόγος•

    призвать к -у καλώ να δόσειλόγο (να λογοδοτήσει).

    εκφρ.
    в ответ – σε απάντηση•
    быть в -е – είμαι υπεύθυνος•
    ни -а ни привета – ούτε φωνή ούτε ακρόαση.

    Большой русско-греческий словарь > ответ

  • 19 отголосок

    -ска α.
    1. απήχηση, αντιχηση, αντίλαλος, αχός, απόηχος.
    2. μτφ. εντύπωση.
    3. μτφ. αντανάκλαση• επακόλουθο.

    Большой русско-греческий словарь > отголосок

  • 20 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

См. также в других словарях:

  • απήχηση — η αντήχηση, αντίλαλος· μτφ., αντίχτυπος, εντύπωση από κάποιο άκουσμα: Οι δηλώσεις εκείνες του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας είχαν καλή απήχηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απήχηση — Στιχουργικό παιχνίδι που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες επιγραμματοποιοί της αλεξανδρινής εποχής και το οποίο μιμήθηκαν οι μεταγενέστεροι Ιταλοί ποιητές. Χρήση του κάνει και o Γεώργιος Χορτάτσης στο δραματικό του ειδύλλιο Πανώρια. * * * η (Α… …   Dictionary of Greek

  • ἀπηχήσῃ — ἀπηχήσηι , ἀπήχησις echo fem dat sg (epic) ἀπηχέω sound back aor subj mid 2nd sg ἀπηχέω sound back aor subj act 3rd sg ἀπηχέω sound back fut ind mid 2nd sg ἀ̱πηχήσῃ , ἀπηχέω sound back futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱πηχήσῃ , ἀπηχέω sound… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»